- μηχανοκίνητος
- -η, -οαυτός που κινείται με μηχανές: Μηχανοκίνητα οχήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μηχανοκίνητος — η, ο 1. αυτός που κινείται με μηχανή ή μηχανές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηχανοκίνητα στρ. α) τα οχήματα τού στρατού που μεταφέρουν τμήματά του β) τα τεθωρακισμένα 3. φρ. «μηχανοκίνητα αθλήματα» γενικός χαρακτηρισμός αγωνισμάτων που… … Dictionary of Greek
γιοτ — το θαλαμηγός ιστιοφόρος ή μηχανοκίνητος, σκάφος αναψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) yacht] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βιομηχανικό Ερμούπολης (Σύρου) — Το μουσείο στο οποίο παρουσιάζεται η βιομηχανική ιστορία της Σύρου λειτουργεί από τον Μάιο του 2000 στο υποδειγματικά ανακαινισμένο πρώην χρωματουργείο Κατσιμαντή, ένα χτίσμα του 1888, που θεωρείται από τα καλύτερα δείγματα της ελληνικής… … Dictionary of Greek